Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ορμηνέψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ορμηνεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ορμηνεύω
  3. θα ορμηνέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ορμηνεύω