Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ορμήσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ορμώ
  2. θα ορμήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ορμώ