Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ορμήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ορμώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ορμώ
  3. θα ορμήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ορμώ