Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ορκίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ορκίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ορκίζω
  3. θα ορκίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ορκίζω