οριζοντιώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαοριζοντιώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος οριζοντιώνω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | οριζοντιώνομαι | οριζοντιωνόμουν(α) | θα οριζοντιώνομαι | να οριζοντιώνομαι | ||
β' ενικ. | οριζοντιώνεσαι | οριζοντιωνόσουν(α) | θα οριζοντιώνεσαι | να οριζοντιώνεσαι | (οριζοντιώνου) | |
γ' ενικ. | οριζοντιώνεται | οριζοντιωνόταν(ε) | θα οριζοντιώνεται | να οριζοντιώνεται | ||
α' πληθ. | οριζοντιωνόμαστε | οριζοντιωνόμαστε οριζοντιωνόμασταν |
θα οριζοντιωνόμαστε | να οριζοντιωνόμαστε | ||
β' πληθ. | οριζοντιώνεστε | οριζοντιωνόσαστε οριζοντιωνόσασταν |
θα οριζοντιώνεστε | να οριζοντιώνεστε | (οριζοντιώνεστε) | |
γ' πληθ. | οριζοντιώνονται | οριζοντιώνονταν οριζοντιωνόντουσαν |
θα οριζοντιώνονται | να οριζοντιώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | οριζοντιώθηκα | θα οριζοντιωθώ | να οριζοντιωθώ | οριζοντιωθεί | ||
β' ενικ. | οριζοντιώθηκες | θα οριζοντιωθείς | να οριζοντιωθείς | οριζοντιώσου | ||
γ' ενικ. | οριζοντιώθηκε | θα οριζοντιωθεί | να οριζοντιωθεί | |||
α' πληθ. | οριζοντιωθήκαμε | θα οριζοντιωθούμε | να οριζοντιωθούμε | |||
β' πληθ. | οριζοντιωθήκατε | θα οριζοντιωθείτε | να οριζοντιωθείτε | οριζοντιωθείτε | ||
γ' πληθ. | οριζοντιώθηκαν οριζοντιωθήκαν(ε) |
θα οριζοντιωθούν(ε) | να οριζοντιωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω οριζοντιωθεί | είχα οριζοντιωθεί | θα έχω οριζοντιωθεί | να έχω οριζοντιωθεί | οριζοντιωμένος | |
β' ενικ. | έχεις οριζοντιωθεί | είχες οριζοντιωθεί | θα έχεις οριζοντιωθεί | να έχεις οριζοντιωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει οριζοντιωθεί | είχε οριζοντιωθεί | θα έχει οριζοντιωθεί | να έχει οριζοντιωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε οριζοντιωθεί | είχαμε οριζοντιωθεί | θα έχουμε οριζοντιωθεί | να έχουμε οριζοντιωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε οριζοντιωθεί | είχατε οριζοντιωθεί | θα έχετε οριζοντιωθεί | να έχετε οριζοντιωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν οριζοντιωθεί | είχαν οριζοντιωθεί | θα έχουν οριζοντιωθεί | να έχουν οριζοντιωθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία οριζοντιώνομαι
|