οριζοντιωθούν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαοριζοντιωθούν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος οριζοντιώνομαι
- θα οριζοντιωθούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος οριζοντιώνομαι