Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ορθώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ορθώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ορθώνω
  3. θα ορθώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ορθώνω