Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ορεχτεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ορέγομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ορέγομαι
  3. θα ορεχτεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ορέγομαι