Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

οργίσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος οργίζω
  2. θα οργίσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος οργίζω