Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

οξυβόας < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οξυβόας αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία