οντουλασιόν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οντουλασιόν < γαλλική ondulation
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /on.du.laˈsçon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐ντου‐λα‐σιόν
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοντουλασιόν θηλυκό άκλιτο
- κατσάρωμα μαλλιών με μηχανικά μέσα
Μεταφράσεις
επεξεργασία οντουλασιόν
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)