ονειρευτείς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ονειρευτείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ονειρεύομαι
- θα ονειρευτείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ονειρεύομαι
ονειρευτείς