ονειδίσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ονειδίσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ονειδίζω
- θα ονειδίσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ονειδίζω
ονειδίσουμε