Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ομολόγησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος ομολογώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ομολογώ