ομοειδώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ομοειδώς < ελληνιστική κοινή ὁμοειδῶς[1] < αρχαία ελληνική ὁμοειδής[2]
Επίρρημα
επεξεργασίαομοειδώς
- (αρχαιοπρεπές) με ομοιοειδή τρόπο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ομοειδώς
|
- ↑ ὁμοειδῶς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ ὁμοειδής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.