Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ολισθήσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ολισθαίνω
  2. θα ολισθήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ολισθαίνω