Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ολιγωρήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ολιγωρώ
  2. θα ολιγωρήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ολιγωρώ