ολιγωρήσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ολιγωρήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ολιγωρώ
- θα ολιγωρήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ολιγωρώ
ολιγωρήσουν