Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ολιγωρήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ολιγωρώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ολιγωρώ
  3. θα ολιγωρήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ολιγωρώ