οκνέας
Ποντιακά (pnt) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οκνέας < αρχαία ελληνική ὄκνος
Ουσιαστικό επεξεργασία
οκνέας αρσενικό
- ο τεμπέλης
Πηγές επεξεργασία
- Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 11.
οκνέας αρσενικό