Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

οδηγηθώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος οδηγούμαι
  2. θα οδηγηθώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος οδηγούμαι