Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

οδεύσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος οδεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος οδεύω
  3. θα οδεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος οδεύω