Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ξύπνησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος ξυπνώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ξυπνώ