ξυρίσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ξυρίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ξυρίζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ξυρίζω
- θα ξυρίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ξυρίζω