Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ξυρίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ξυρίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ξυρίζω
  3. θα ξυρίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ξυρίζω