ξοπίσω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξοπίσω < μεσαιωνική ελληνική ξοπίσω < αρχαία ελληνική ἐξοπίσω < ἐκ + ὀπίσω
Επίρρημα
επεξεργασίαξοπίσω
- (λαϊκότροπο) (από) πίσω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξοπίσω
|
Δείτε επίσης : ἐξοπίσω, ὀπίσω |
ξοπίσω
|