Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεφλουδίζομαι < ξεφλουδίζω < ξε και φλούδα

  Ρήμα επεξεργασία

ξεφλουδίζομαι

  1. χάνω την ανώτερη στοιβάδα του δέρματος σε ορισμένες περιοχές λόγω εγκαύματος από τον ήλιο ή εξαιτίας δερματολογικής πάθησης (όμως εκφέρεται και με το ξεφλουδίζω)
  2. χάνω το λεπτό εξωτερικό μου περίβλημα, τη φλούδα
  3. Ο ανανάς δεν ξεφλουδίζεται, για αχλάδι τον πέρασες;

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία