ξεφλουδίζομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξεφλουδίζομαι < ξεφλουδίζω < ξε και φλούδα
Ρήμα επεξεργασία
ξεφλουδίζομαι
- χάνω την ανώτερη στοιβάδα του δέρματος σε ορισμένες περιοχές λόγω εγκαύματος από τον ήλιο ή εξαιτίας δερματολογικής πάθησης (όμως εκφέρεται και με το ξεφλουδίζω)
- χάνω το λεπτό εξωτερικό μου περίβλημα, τη φλούδα
- Ο ανανάς δεν ξεφλουδίζεται, για αχλάδι τον πέρασες;
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξεφλουδίζομαι
|