ξεφιτιλίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ξεφιτιλίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος ξεφιτιλίζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεφιτιλίζομαι | ξεφιτιλιζόμουν(α) | θα ξεφιτιλίζομαι | να ξεφιτιλίζομαι | ||
β' ενικ. | ξεφιτιλίζεσαι | ξεφιτιλιζόσουν(α) | θα ξεφιτιλίζεσαι | να ξεφιτιλίζεσαι | (ξεφιτιλίζου) | |
γ' ενικ. | ξεφιτιλίζεται | ξεφιτιλιζόταν(ε) | θα ξεφιτιλίζεται | να ξεφιτιλίζεται | ||
α' πληθ. | ξεφιτιλιζόμαστε | ξεφιτιλιζόμαστε ξεφιτιλιζόμασταν |
θα ξεφιτιλιζόμαστε | να ξεφιτιλιζόμαστε | ||
β' πληθ. | ξεφιτιλίζεστε | ξεφιτιλιζόσαστε ξεφιτιλιζόσασταν |
θα ξεφιτιλίζεστε | να ξεφιτιλίζεστε | (ξεφιτιλίζεστε) | |
γ' πληθ. | ξεφιτιλίζονται | ξεφιτιλίζονταν ξεφιτιλιζόντουσαν |
θα ξεφιτιλίζονται | να ξεφιτιλίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεφιτιλίστηκα | θα ξεφιτιλιστώ | να ξεφιτιλιστώ | ξεφιτιλιστεί | ||
β' ενικ. | ξεφιτιλίστηκες | θα ξεφιτιλιστείς | να ξεφιτιλιστείς | ξεφιτιλίσου | ||
γ' ενικ. | ξεφιτιλίστηκε | θα ξεφιτιλιστεί | να ξεφιτιλιστεί | |||
α' πληθ. | ξεφιτιλιστήκαμε | θα ξεφιτιλιστούμε | να ξεφιτιλιστούμε | |||
β' πληθ. | ξεφιτιλιστήκατε | θα ξεφιτιλιστείτε | να ξεφιτιλιστείτε | ξεφιτιλιστείτε | ||
γ' πληθ. | ξεφιτιλίστηκαν ξεφιτιλιστήκαν(ε) |
θα ξεφιτιλιστούν(ε) | να ξεφιτιλιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ξεφιτιλιστεί | είχα ξεφιτιλιστεί | θα έχω ξεφιτιλιστεί | να έχω ξεφιτιλιστεί | ξεφιτιλισμένος | |
β' ενικ. | έχεις ξεφιτιλιστεί | είχες ξεφιτιλιστεί | θα έχεις ξεφιτιλιστεί | να έχεις ξεφιτιλιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ξεφιτιλιστεί | είχε ξεφιτιλιστεί | θα έχει ξεφιτιλιστεί | να έχει ξεφιτιλιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεφιτιλιστεί | είχαμε ξεφιτιλιστεί | θα έχουμε ξεφιτιλιστεί | να έχουμε ξεφιτιλιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ξεφιτιλιστεί | είχατε ξεφιτιλιστεί | θα έχετε ξεφιτιλιστεί | να έχετε ξεφιτιλιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεφιτιλιστεί | είχαν ξεφιτιλιστεί | θα έχουν ξεφιτιλιστεί | να έχουν ξεφιτιλιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξεφιτιλίζομαι
|