ξεπετιέμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεπετιέμαι < ξεπετιοῦμαι
Ρήμα
επεξεργασίαξεπετιέμαι και ξεπετάγομαι
- πετάγομαι ξαφνικά εκεί που δεν με περιμένουν ή χωρίς να αντιληφθούν ότι έχω πλησιάσει
- τινάζομαι απότομα όρθιος
- παρεμβαίνω ανάρμοστα, πετάγομαι και εκφέρω γνώμη εκεί που δεν μου την ζητούν αλλά και όπου δεν έχω αρμοδιότητα