Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεπαραλώ < εκπαραλώ (ξηλώνω ραφή) < εκ+ παρά + αλώ

  Ρήμα επεξεργασία

ξεπαραλώ