Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ξενοιάξουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ξενοιάζω
  2. θα ξενοιάξουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ξενοιάζω