ξενοιάξει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ξενοιάξει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ξενοιάζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ξενοιάζω
- θα ξενοιάξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ξενοιάζω