Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ξενοιάξει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ξενοιάζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ξενοιάζω
  3. θα ξενοιάξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ξενοιάζω