Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

ξενοδόχον αρσενικό

  • αιτιατική ενικού του ξενοδόχος
    ※  Ανώνυμος, 13ος-15ος αιώνας, «Φλώριος και Πατζιαφλώρα»
    Τὸν ξενοδόχον λέγουσιν νὰ τοὺς ξενοδοχήσει
    Kριαράς, Εμμανουήλ (1955) Βυζαντινά ιπποτικά μυθιστορήματα, 1233.