ξενοδόχον
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαξενοδόχον αρσενικό
- αιτιατική ενικού του ξενοδόχος
- ※ Ανώνυμος, 13ος-15ος αιώνας, «Φλώριος και Πατζιαφλώρα»
- Τὸν ξενοδόχον λέγουσιν νὰ τοὺς ξενοδοχήσει
- Kριαράς, Εμμανουήλ (1955) Βυζαντινά ιπποτικά μυθιστορήματα, 1233.
- Τὸν ξενοδόχον λέγουσιν νὰ τοὺς ξενοδοχήσει
- ※ Ανώνυμος, 13ος-15ος αιώνας, «Φλώριος και Πατζιαφλώρα»
Πηγές
επεξεργασία- ξενοδόχος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].