ξενοδοχῶ
Ετυμολογία
επεξεργασία- ξενοδοχῶ < ελληνιστική κοινή ξενοδοχῶ, συνηρημένος τύπος του ξενοδοχέω
Ρήμα
επεξεργασίαξενοδοχῶ
- δέχομαι και περιποιούμαι ως ξενοδόχος ξένους στο ξενοδοχείο
- παράθεμα: → δείτε τη λέξη ξενοδοχήσει
Κλιτικοί τύποι
επεξεργασία- ξενοδοχήσει (ενεργητικός αόριστος, υποτακτική)
- ἐξενοδοχίσθην (παθητικός αόριστος)
Πηγές
επεξεργασία- ξενοδοχῶ - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξενοδοχῶ
- (ελληνιστική κοινή) συνηρημένη μορφή του ξενοδοχέω, → και δείτε τη λέξη ξενοδοκέω