Ετυμολογία

επεξεργασία
ξενηλατώ < αρχαία ελληνική ξενηλατῶ < ξεν(ος) + (-ηλατῶ < ἐλαύνω)

ξενηλατώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία