Ετυμολογία

επεξεργασία
ξελαγαρίζω < ξε- και λαγαρίζω, το ξε- ως επιτατικό, λαγαρίζω πολύ καλά

ξελαγαρίζω

  • καθαρίζω τέλεια, κάνω κάτι πολύ λαμπερό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία