Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ξεκουραστεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ξεκουράζομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ξεκουράζομαι
  3. θα ξεκουραστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ξεκουράζομαι