ξεκουμπιστώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ξεκουμπιστώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ξεκουμπίζομαι
- θα ξεκουμπιστώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ξεκουμπίζομαι
ξεκουμπιστώ