Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ξεκολλήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ξεκολλώ
  2. θα ξεκολλήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ξεκολλώ