Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ξεκολλήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ξεκολλώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ξεκολλώ
  3. θα ξεκολλήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ξεκολλώ