Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ξεκλειδώσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ξεκλειδώνω
  2. θα ξεκλειδώσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ξεκλειδώνω