ξεκλειδώσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ξεκλειδώσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ξεκλειδώνω
- θα ξεκλειδώσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ξεκλειδώνω