Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ξεκλειδώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ξεκλειδώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ξεκλειδώνω
  3. θα ξεκλειδώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ξεκλειδώνω