Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεθηκαρώνω < ξε- + θηκαρώνω

  Ρήμα επεξεργασία

ξεθηκαρώνω

  • βγάζω κάτι (σπαθί) από το θηκάρι του

  Μεταφράσεις επεξεργασία