Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεθηκαρώνω < ξε- + θηκαρώνω

ξεθηκαρώνω

  • βγάζω κάτι (σπαθί) από το θηκάρι του

  Μεταφράσεις

επεξεργασία