Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ξαραχνιάσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ξαραχνιάζω
  2. θα ξαραχνιάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ξαραχνιάζω