Ετυμολογία

επεξεργασία
ξαπολνώ < μεσαιωνική ελληνική ξαπολνῶ < ξε και ἀπολνῶ < ἀπολύω ή ἐξαπολύω

ξαπολνώ

  1. ξαποστέλνω, απαλάσσομαι από την παρουσία καποιου όχι με ιδιαίτερα κομψό τρόπο
  2. αμολώ και εξαπολύω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία