ξαπολνώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξαπολνώ < μεσαιωνική ελληνική ξαπολνῶ < ξε και ἀπολνῶ < ἀπολύω ή ἐξαπολύω
Ρήμα
επεξεργασίαξαπολνώ
- ξαποστέλνω, απαλάσσομαι από την παρουσία καποιου όχι με ιδιαίτερα κομψό τρόπο
- αμολώ και εξαπολύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξαπολνώ
|