Ετυμολογία

επεξεργασία
ξαναπληρώνω < ξανά και πληρώνω

ξαναπληρώνω

  1. πληρώνω ξανά για δεύτερη ή πολλοστή φορά κάτι που έχω ήδη πληρώσει
    Αναγκάστηκα να ξαναπληρώσω τη ΔΕΗ και μου είπαν ότι θα έχω επιστροφή, ενώ ήταν δικό τους λάθος
    Πληρώνω και ξαναπληρώνω το χαράτσι, βαρέθηκα πια -δεν έμενα στο νοίκι καλύτερα...

.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία