Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξαναπέφτω < ξανά + πέφτω

  Ρήμα επεξεργασία

ξαναπέφτω

  1. πέφτω πάλι
  2. αποκοιμάμαι πάλι
    ήταν πολύ κουρασμένος και ξανάπεσε\\
  3. αρρωσταίνω πάλι

  Μεταφράσεις επεξεργασία