Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξαναλογαριάζω < ξανά + λογαριάζω

  Ρήμα επεξεργασία

ξαναλογαριάζω

  1. επαναλαμβάνω τους λογαριασμούς
  2. αναλογίζομαι, ξανασκέφτομαι κάτι

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία