ξαναλογαριάζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ξαναλογαριάζω
- επαναλαμβάνω τους λογαριασμούς
- αναλογίζομαι, ξανασκέφτομαι κάτι
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξαναλογαριάζω | ξαναλογάριαζα | θα ξαναλογαριάζω | να ξαναλογαριάζω | ξαναλογαριάζοντας | |
β' ενικ. | ξαναλογαριάζεις | ξαναλογάριαζες | θα ξαναλογαριάζεις | να ξαναλογαριάζεις | ξαναλογάριαζε | |
γ' ενικ. | ξαναλογαριάζει | ξαναλογάριαζε | θα ξαναλογαριάζει | να ξαναλογαριάζει | ||
α' πληθ. | ξαναλογαριάζουμε | ξαναλογαριάζαμε | θα ξαναλογαριάζουμε | να ξαναλογαριάζουμε | ||
β' πληθ. | ξαναλογαριάζετε | ξαναλογαριάζατε | θα ξαναλογαριάζετε | να ξαναλογαριάζετε | ξαναλογαριάζετε | |
γ' πληθ. | ξαναλογαριάζουν(ε) | ξαναλογάριαζαν ξαναλογαριάζαν(ε) |
θα ξαναλογαριάζουν(ε) | να ξαναλογαριάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξαναλογάριασα | θα ξαναλογαριάσω | να ξαναλογαριάσω | ξαναλογαριάσει | ||
β' ενικ. | ξαναλογάριασες | θα ξαναλογαριάσεις | να ξαναλογαριάσεις | ξαναλογάριασε | ||
γ' ενικ. | ξαναλογάριασε | θα ξαναλογαριάσει | να ξαναλογαριάσει | |||
α' πληθ. | ξαναλογαριάσαμε | θα ξαναλογαριάσουμε | να ξαναλογαριάσουμε | |||
β' πληθ. | ξαναλογαριάσατε | θα ξαναλογαριάσετε | να ξαναλογαριάσετε | ξαναλογαριάστε | ||
γ' πληθ. | ξαναλογάριασαν ξαναλογαριάσαν(ε) |
θα ξαναλογαριάσουν(ε) | να ξαναλογαριάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξαναλογαριάσει | είχα ξαναλογαριάσει | θα έχω ξαναλογαριάσει | να έχω ξαναλογαριάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξαναλογαριάσει | είχες ξαναλογαριάσει | θα έχεις ξαναλογαριάσει | να έχεις ξαναλογαριάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξαναλογαριάσει | είχε ξαναλογαριάσει | θα έχει ξαναλογαριάσει | να έχει ξαναλογαριάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξαναλογαριάσει | είχαμε ξαναλογαριάσει | θα έχουμε ξαναλογαριάσει | να έχουμε ξαναλογαριάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξαναλογαριάσει | είχατε ξαναλογαριάσει | θα έχετε ξαναλογαριάσει | να έχετε ξαναλογαριάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξαναλογαριάσει | είχαν ξαναλογαριάσει | θα έχουν ξαναλογαριάσει | να έχουν ξαναλογαριάσει |
|
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξαναλογαριάζω
|