Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ξαμολήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ξαμολάω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ξαμολάω
  3. θα ξαμολήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ξαμολάω