ξαλεγράρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξαλεγράρω
- συνέρχομαι, ζωηρεύω, βελτιώνεται η διάθεσή μου, γίνομαι ξανά ζωηρός, νιώθω πιο ευχάριστα
- ※ Στα χωρικά ύδατα αποκλείεται να ξαλεγράρεις. Πρέπει να πάρεις πλοίο, να αράξεις κατάστρωμα, να κοιμηθείς στο βρωμερό σλίπινγκ μπαγκ και να ξυπνήσεις στην Ανάφη για να ξαλεγράρεις την σήμερον και πάλι δεν είναι σιγουράκι. (Το κορίτσι του διπλανού portal, Ο Ηρώδης στις πλαζ, protagon.gr, 11/7/2016 [1])
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξαλεγράρω | ξαλέγραρα | θα ξαλεγράρω | να ξαλεγράρω | ξαλεγράροντας | |
β' ενικ. | ξαλεγράρεις | ξαλέγραρες | θα ξαλεγράρεις | να ξαλεγράρεις | ξαλέγραρε | |
γ' ενικ. | ξαλεγράρει | ξαλέγραρε | θα ξαλεγράρει | να ξαλεγράρει | ||
α' πληθ. | ξαλεγράρουμε | ξαλεγράραμε | θα ξαλεγράρουμε | να ξαλεγράρουμε | ||
β' πληθ. | ξαλεγράρετε | ξαλεγράρατε | θα ξαλεγράρετε | να ξαλεγράρετε | ξαλεγράρετε | |
γ' πληθ. | ξαλεγράρουν(ε) | ξαλέγραραν ξαλεγράραν(ε) |
θα ξαλεγράρουν(ε) | να ξαλεγράρουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξαλεγράρισα | θα ξαλεγράρω | να ξαλεγράρω | ξαλεγράρει | ||
β' ενικ. | ξαλεγράρισες | θα ξαλεγράρεις | να ξαλεγράρεις | ξαλεγράρισε | ||
γ' ενικ. | ξαλεγράρισε | θα ξαλεγράρει | να ξαλεγράρει | |||
α' πληθ. | ξαλεγράραμε | θα ξαλεγράρουμε | να ξαλεγράρουμε | |||
β' πληθ. | ξαλεγράρατε | θα ξαλεγράρετε | να ξαλεγράρετε | ξαλεγράρτε | ||
γ' πληθ. | ξαλεγράρισαν ξαλεγράραν(ε) |
θα ξαλεγράρουν(ε) | να ξαλεγράρουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξαλεγράρει | είχα ξαλεγράρει | θα έχω ξαλεγράρει | να έχω ξαλεγράρει | ||
β' ενικ. | έχεις ξαλεγράρει | είχες ξαλεγράρει | θα έχεις ξαλεγράρει | να έχεις ξαλεγράρει | ||
γ' ενικ. | έχει ξαλεγράρει | είχε ξαλεγράρει | θα έχει ξαλεγράρει | να έχει ξαλεγράρει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξαλεγράρει | είχαμε ξαλεγράρει | θα έχουμε ξαλεγράρει | να έχουμε ξαλεγράρει | ||
β' πληθ. | έχετε ξαλεγράρει | είχατε ξαλεγράρει | θα έχετε ξαλεγράρει | να έχετε ξαλεγράρει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξαλεγράρει | είχαν ξαλεγράρει | θα έχουν ξαλεγράρει | να έχουν ξαλεγράρει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξαλεγράρω
|